Dictionary of Greek. 2013.
σερδάρης — και σιρδάρης, ο, Ν 1. αρχηγός στρατού 2. (στην Ινδία) ιθαγενής αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. sandār, λ. περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek